κορυζάω

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυζάω Medium diacritics: κορυζάω Low diacritics: κορυζάω Capitals: ΚΟΡΥΖΑΩ
Transliteration A: koryzáō Transliteration B: koryzaō Transliteration C: koryzao Beta Code: koruza/w

English (LSJ)

A have a catarrh, run at the nose, Pl.R. 343a (with a play on signf. ΙΙ), Arist.Pr.861a18; ἀλεκτρυόνα γέροντα ἤδη καὶ -ῶντα Luc.JTr.15.
II metaph., drivel, ἐκορύζων αἱ πόλεις Plb.38.12.5, cf. Phld.D.1.11.

French (Bailly abrégé)

κορυζῶ :
avoir un rhume de cerveau.
Étymologie: κόρυζα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυζάω [κόρυζα] een loopneus hebben; overdr. neuzelen:. κορυζᾷς je zwamt Men. Sam. 546.

German (Pape)

den Schnupfen haben; Plat. Rep. I.343a ἡ τιτθὴ κορυζῶντά σε περιορᾷ καὶ οὐκ ἀπομύττει δεόμενον; s. Arist. Probl. 1.16; Luc. D.Mort. 9.2.
übertragen, stumpfsinnig, einfältig sein, Sp., πᾶσαι αἱ πόλεις ἐκορύζων Pol. 38.4.5 (so Bekker, vulg. ἐκόρυζον).

Russian (Dvoretsky)

κορυζάω:
1 иметь насморк Plat., Arst., Luc.;
2 быть тупоумным, делать глупости (πᾶσαι ἐκορύζων αἱ πόλεις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κορυζάω: ἔχω κατάρρουν τῆς ῥινός, τρέχουν αἱ μύξαι μου, Πλάτ. Πολ. 343Α (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Ἀριστ. Προβλ. 1. 16, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ., ἀνοηταίνω, βλακωδῶς φέρομαι, «κορυζῶν μεμωρα(μ)μένος» Ἡσύχ., Πολύβ. 38. 4, 5.

Greek Monotonic

κορυζάω: μέλ. -ήσω, τρέχει η μύτη μου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κορυζάω, fut. -ήσω [from κόρυζα
to run at the nose, Plat.

Mantoulidis Etymological

(=τρέχει ἡ μύξα μου). Ἀπό τό κόρυζα (=μύξα).
Παράγωγα: κορυζᾶς (=μυξιάρης), κορυζώδης.