λογίδιον

Revision as of 22:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, Dim. of λόγος, Isoc.13.20, Pl.Erx. 401e. 2 little fable or story, Ar.V.64.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit discours, petit entretien.
Étymologie: dim. de λόγος.

Greek (Liddell-Scott)

λογίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λόγος, Ἰσοκρ. 295Β, Πλάτ. Ἐρυξίας, 401Ε. 2) μικρὸς μῦθοςδιήγησις, Ἀριστοφ. Σφ. 64.

Greek Monolingual

λογίδιον, τὸ (Α) λόγος
(υποκορ. του λόγος) μικρός λόγος, μικρός μύθος ή διήγηση.

Greek Monotonic

λογίδιον: τό, υποκορ. του λόγος, μικρός μύθος ή μικρή, περιληπτική διήγηση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λογίδιον: (γῐ) τό
1) маленькая речь Isocr.;
2) словечко, изреченьице Plat.;
3) рассказец, басенка Arph.

Middle Liddell

λογίδιον, ου, τό, [Dim. of λόγος
a little fable or story, Ar.