μωμητός

Revision as of 22:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, A to be blamed, A.Th. 508, Luc.Alex.3. 2 bringing disgrace, ἀστήρ Cat.Cod.Astr.2.163.

German (Pape)

[Seite 225] tadelnswerth, Aesch. Spt. 490 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blâmable.
Étymologie: μωμάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μωμητός: -ή, -όν, ἄξιος ψόγου, ψεκτός, μεμπτός, Αἰσχύλ. Θήβ. 508.

Greek Monolingual

μωμητός, -ή, -όν (Α) μωμώμαι
1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος
2. δυσμενής.

Greek Monotonic

μωμητός: -ή, -όν (μωμάομαι), αξιοκατάκριτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μωμητός: вызывающий насмешки, т. е. достойный порицания Aesch.

Middle Liddell

μωμητός, ή, όν μωμάομαι
to be blamed, Aesch.