μωμητός
English (LSJ)
ή, όν, A to be blamed, A.Th. 508, Luc.Alex.3. 2 bringing disgrace, ἀστήρ Cat.Cod.Astr.2.163.
German (Pape)
[Seite 225] tadelnswerth, Aesch. Spt. 490 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
blâmable.
Étymologie: μωμάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μωμητός: -ή, -όν, ἄξιος ψόγου, ψεκτός, μεμπτός, Αἰσχύλ. Θήβ. 508.
Greek Monolingual
μωμητός, -ή, -όν (Α) μωμώμαι
1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος
2. δυσμενής.
Greek Monotonic
μωμητός: -ή, -όν (μωμάομαι), αξιοκατάκριτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μωμητός: вызывающий насмешки, т. е. достойный порицания Aesch.