μελίθρεπτος

Revision as of 22:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, honey-fed, AP9.122 (Evenus?).

German (Pape)

[Seite 123] mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nourri de miel.
Étymologie: μέλι, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].

Greek Monotonic

μελίθρεπτος: -ον (τρέφω), αναθρεμμένος με μέλι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελίθρεπτος: вскормленный медом (χελιδών Anth.).

Middle Liddell

μελί-θρεπτος, ον τρέφω
honey-fed, Anth.