πολιά

Revision as of 08:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, greyness of hair, Men.Mon.705; as a disease, Arist.GA 784b13, Pr.894b9, Fr.235; σεμνὴ π. LXX 4 Ma.7.15, cf. Plu.2.4ib, Chor. p.15B., al.; πολιή σε κατεύνασε AP5.219 (Agath.): concrete, πολλῆς μὲν νεότητος, πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης Chor. in Lib.4.516R.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
chevelure gris-blanc.
Étymologie: πολιός.

Greek (Liddell-Scott)

πολιά: ἡ, ἡ τῶν τριχῶν λευκότης, πολιὰ χρόνου μήνυσις, οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς ἀσθένεια, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, πολιότης.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολιός
1. η λευκότητα τών τριχών της κεφαλής («πολιά χρόνου μήνυσις, οὐ φρόνησις», Μέν.)
2. η γεροντική ηλικία, το γήρας
3. αρχαιότητα.

Greek Monotonic

πολιά: ἡ (πολιός), το γκρίζο χρώμα των μαλλιών, σε Μένανδρ.

Russian (Dvoretsky)

πολιά: ион. πολιή
1) седина Men., Arph., Anth.;
2) старческий возраст, старость Luc., Anth.

Middle Liddell

πολιά, ἡ, πολιός
grayness of hair, Menand.