πολιότης
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
-ητος, ἡ, greyness, of hair, Arist.GA780b6, 784a30, al.
German (Pape)
[Seite 655] ητος, ἡ, das Grau- oder Weißlichsein, Arist. gen. an. 5, 1. 4.
Greek (Liddell-Scott)
πολιότης: -ητος, ἡ, ἀφῃρ. οὐσιαστ. τοῦ πολιός, ὡς τὸ πολιά, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 33., 5. 4, 2 κ. ἀλλ.