πολιαίνομαι
English (LSJ)
(πολιός) Pass., grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).
French (Bailly abrégé)
blanchir d'écume.
Étymologie: πολιός.
Greek (Liddell-Scott)
πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.
Greek Monolingual
Α πολιός
(για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω.
Greek Monotonic
πολιαίνομαι: (πολιός), Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολιαίνομαι: покрываться седой (белой) пеной, пениться (θάλασσα πολιαινομένη Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιαίνομαι [πολιός] grijs worden, van de golven van de zee. Aeschl. Pers. 110.
Middle Liddell
πολιαίνομαι, πολιός
Pass. to grow white, Aesch.