προέλασις

Revision as of 08:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, riding forward: cavalry charge, X.Eq.Mag.8.3 (pl.).

German (Pape)

[Seite 719] ἡ, das Vorreiten, Vorrücken, Xen. Hipparch. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'aller à cheval devant.
Étymologie: προελαύνω.

Greek (Liddell-Scott)

προέλᾰσις: ἡ, τὸ προελαύνειν, ὁρμᾶν πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 3.

Greek Monotonic

προέλᾰσις: ἡ, εξόρμηση προς τα εμπρός, επέλαση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προέλᾰσις: εως ἡ езда вперед, воен. продвижение, наступление (προελάσεις καὶ ἀποχωρήσεις Xen.).

Middle Liddell

προέλᾰσις, εως,
a riding forward, Xen. [from προελαύνω