εξόρμηση

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξόρμησις)
ορμητική επίθεση, ἔφοδος
νεοελλ.
1. ορμητική επίθεση από οχυρωμένη τοποθεσία εναντίον του εχθρού
2. ανάληψη πρωτοβουλίας με σύντονες ενέργειες για την επίτευξη κάποιου σκοπού («εξόρμηση για τη συγκέντρωση χρημάτων για τους σεισμοπαθείς»)
αρχ.
1. παρότρυνση, παρόρμηση
2. η ορμή προς τα έξω («κύματος ἐξόρμησίς τις ἐπὶ τὴν γῆν»).