προσονομάζω

Revision as of 08:36, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A call by a name, θεοὺς π. σφεας ἀπὸ . .give them the name θεοί, Hdt.2.52; αἰθέρα π. τὸν ἀνωτάτω τόπον Arist.Cael.270b22; νεὼν π. Διὸς Ὀλυμπίου LXX 2 Ma.6.2; ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Plu.Thes.36, cf. OGI56.22 (Canopus, iii B.C.), 90.39(Rosetta, ii B.C., both Pass.); Dor. ποτονομάζω, -άζοντας Ἀλκεσίππεια calling the games A., SIG631.5 (Delph., ii B.C.):—Aeol. Pass., εὐεργέταν προσονυμάσδεσθαι IGRom.4.1302.7 (Cyme, i B.C./i A.D.). 2 Pass., to be surnamed, Σαρᾶτος Ζωΐλου προσωνομασμένου Ἀμόϊτος POxy.1648.68 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 774] benennen; Plut. Thes. 36; D. L. 2, 85. 3, 50. 7, 135. 147.

French (Bailly abrégé)

donner à qqn ou à qch le nom de, acc..
Étymologie: πρός, ὀνομάζω.

Greek (Liddell-Scott)

προσονομάζω: καλῶ μέ τι ὄνομα, πρ. θεούς, δίδω εἰς αὐτοὺς τὸ ὄνομα θεοί, Ἡρόδ. 2. 52· αἰθέρα πρ. τὸν ἀνωτάτω τόπον Ἀριστ. Κατηγ. 1. 3, 13· ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Πλουτ. Θησ. ἐν τέλ.· - Αἰολ. παθ., προσονυμάσδεσθαι εὐεργέτας Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 8.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. καλώ κάποιον με ένα όνομα, τον ονοματίζω («αἰθέρα προσονομάζειν τὸν ἀνωτάτω τόπον», Αριστοτ.)
2. αποδίδω σε κάποιον πρόσθετο όνομα, του προσδίδω προσωνυμία, επονομάζω.

Greek Monotonic

προσονομάζω: μέλ. -σω, καλώ κάποιον με το όνομά του, προσονομάζω θεούς, τους αποδίδω το όνομα θεοί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προσονομάζω: именовать, давать название: π. θεούς Her. именовать богами; αἰθέρα π. τὸν ἀνωτάτω τόπον Arst. называть высочайшее место эфиром.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ονομάζω aanspreken als, benoemen met de naam van..., met dubbele acc.: θεοὺς δὲ προσωνόμασάν σφεας zij zijn hen goden gaan noemen Hdt. 2.52.1.

Middle Liddell

fut. σω
to call by a name, πρ. θεούς to give them the name θεοί, Hdt.