προσδανείζω

Revision as of 08:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

lend besides, PFlor.81.1 (ii A.D.):—Med., borrow besides, X.An.7.5.5, Lys.19.55; προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις that he had also borrowed from his friends, ib.26.

German (Pape)

[Seite 754] noch dazu verleihen, ausleihen; med. noch dazu borgen, τί, Xen. An. 7, 5, 5; καὶ ἄλλοθεν προσδεδανεῖσθαι Lys. 19, 26; Sp., D. Sic.

French (Bailly abrégé)

prêter en outre à, τινι;
Moy. προσδανείζομαι emprunter en outre.
Étymologie: πρός, δανείζω.

Greek (Liddell-Scott)

προσδᾰνείζω: δανείζω προσέτι. ― Μέσ., δανείζομαι προσέτι, λαμβάνω δάνεια, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5, Λυσί. 157. 1· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις, ἐκ τῶν ξένων, ὁ αὐτ. 154. 19.

Greek Monolingual

ΜΑ
δανείζω κάποιον επί πλέον («ἀλλὰ καὶ ἕτερα προσδανεισάμενος κατέφαγε», Μηναί.).

Greek Monotonic

προσδᾰνείζω: μέλ. -σω, δανείζω επιπλέον — Μέσ., δανείζομαι, δηλ. δανείζομαι επιπλέον, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσδᾰνείζω: давать сверх того взаймы, ссужать, med. брать еще взаймы, занимать Xen.: προσδεδανεῖσθαί τινι ἄλλοθεν Lys. занять для кого-л. у других.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-δανείζω, med. er nog bij lenen.

Middle Liddell

fut. σω
to lend besides: Mid. to have lent one, i. e. to borrow, besides, Xen.