προτέγιον

Revision as of 08:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό,= sq., Poll.7.120.

German (Pape)

[Seite 790] τό, = Folgdm, Poll. 7, 120. S. auch προστέγιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bord en saillie d'un toit.
Étymologie: πρό, τέγος.

Greek (Liddell-Scott)

προτέγιον: τό, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Ζ´, 120, Πλουτ. Καῖσ. 17 (κ.ἀλλ. προστ-).

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. προστέγιον.

Greek Monotonic

προτέγιον: τό (τέγος), μπροστινό μέρος στέγης, γείσο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προτέγιον: τό навес (τῆς θύρας Plut.).

Middle Liddell

προ-τέγιον, ου, τό, τέγος
the forepart of a roof, Plut.