σπλαγχνοφάγος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, eating the σπλάγχνα, ἀετός Ps.-Plu.Fluv.5.3, cf. LXX Wi.12.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange les entrailles.
Étymologie: σπλάγχνον, φαγεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
σπλαγχνοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων σπλάγχνα, ἀετὸς Ψευδο-Πλούτ. 2. 1153Α, πρβλ. Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΒ΄, 5).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρώει σπλάγχνα, εντόσθια («ἀετὸς σπλαγχνοφάγος», Ψευδο-Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -φάγος].
Russian (Dvoretsky)
σπλαγχνοφάγος: (φᾰ) поедающий внутренности (ἀετός Plut.).