σπλαγχνοφάγος

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλαγχνοφάγος Medium diacritics: σπλαγχνοφάγος Low diacritics: σπλαγχνοφάγος Capitals: ΣΠΛΑΓΧΝΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: splanchnophágos Transliteration B: splanchnophagos Transliteration C: splagchnofagos Beta Code: splagxnofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating the σπλάγχνα, ἀετός Ps.-Plu.Fluv.5.3, cf. LXX Wi.12.5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les entrailles.
Étymologie: σπλάγχνον, φαγεῖν.

German (Pape)

die Eingeweide essend, Plut. fluv. 5.3.

Russian (Dvoretsky)

σπλαγχνοφάγος: (φᾰ) поедающий внутренности (ἀετός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σπλαγχνοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων σπλάγχνα, ἀετὸς Ψευδο-Πλούτ. 2. 1153Α, πρβλ. Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΒ΄, 5).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει σπλάγχνα, εντόσθια («ἀετὸς σπλαγχνοφάγος», Ψευδο-Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -φάγος].