σύμπειρος

Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, acquainted with, ἀγωνίᾳ Pi.N.7.10.

German (Pape)

[Seite 985] miterfahren, ἀγωνίᾳ σύμπειρος θυμός Pind. N. 7, 10, das Gleiche wie Andere erfahrend od. erfahren habend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l'expérience de, τινι.
Étymologie: σύν, πεῖρα.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπειρος: -ον, ὁ πεπειραμένος εἴς τι, καλῶς γινώσκων τι, ἔμπειρος, Λατ. expertus rei, μετὰ δοτ., Πινδ. Ν. 7. 15.

English (Slater)

σύμπειρος familiar with c. dat. μάλα δ' ἐθέλοντι σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν (N. 7.10)

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ έμπειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πειρος (< πείρα), πρβλ. έμ-πειρος].

Greek Monotonic

σύμπειρος: -ον (πεῖρα), αυτός που είναι έμπειρος σε κάτι, που γνωρίζει καλά κάτι, τινι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

σύμπειρος: опытный, знающий, знакомый (ἀγωνίᾳ Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπειρος -ον [σύν, πεῖρα] ervaring hebbend met, met ervaring in, met dat.

Middle Liddell

σύμ-πειρος, ον, πεῖρα
acquainted with, τινι Pind.