σύρραγμα
English (LSJ)
ατος, τό, conflict, μάχης cj. for σύγγραμμα in Plu.2.346e; cf. σύρρηγμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conflit, choc.
Étymologie: συρρήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
σύρραγμα: τό, σύγκρουσις, Πλούτ. 2. 346Ε ― συρρᾰγή, ἡ, ὁπλιζομένου τοῦ στρατοῦ πρὸς συρραγὴν πολέμου Τζέτζ. Ἱστ. 3. 721.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
σύρραγμα: ατος τό столкновение, стычка Plut.