τέων

Revision as of 09:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ion. gen. pl. of τίς; A who?, and τεων, of τις, any one, v. τίς, τις. II τέων, gen. pl. of ὅς, Nic.Al.2.

German (Pape)

[Seite 1104] ep. = τῶν od. ὧν, Nic. Al. 2. ion. = τίνων, Hom., s. τίς.

French (Bailly abrégé)

1ion. c. τίνων, gén. pl. de τίς interr.
ion. c. τινῶν, gén. pl. de τις indéf.

Greek (Liddell-Scott)

τέων: Ἰων. γενικ. πληθ. τοῦ τίς; καὶ ἀναγνωστέον ὡς μονοσύλλαβον ἐν Ὀδ. Ζ. 119, Ν. 200. 2) γεν. πληθ. τοῦ τις, Ἡρόδ. 5. 57. ΙΙ. Ἐπικ. γεν. πληθ. τοῦ ὅς, Νικ. Ἀλεξιφ. 2.

English (Autenrieth)

see τίς.

Greek Monolingual

Α
1. (ιων. γεν. πληθ. της ερωτημ. αντων.) βλ. τίς
2. (επικ. γεν. πληθ. της αναφ. αντων.) βλ. ὅς.

Greek Monotonic

τέων: ·
I. Ιων. αντί τίνων; γεν. πληθ. του τίς; ποιων; σε Ομήρ. Οδ. ΙI. του τις, οποιωνδήποτε, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τέων:
I ион. (= τίνων) gen. pl. к τίς.
II ион. (= τινῶν) gen. pl. к τὶς.