τελεσφορέω

Revision as of 09:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A bring fruit to perfection, Thphr.HP8.7.6, Ev.Luc.8.14:—Pass., τελεσφορουμένων καρπῶν D.S.2.36. 2 of young women, bear perfect offspring, Artem.1.16; τ. καὶ μὴ ἀποβάλλειν τὸ ἔμβρυον Dsc.Eup.2.97:—Pass., of the offspring, Corn.ND34, Sor.1.41, Jul.Or.7.220c. 3 generally, bring to a head, ἔαρ ἐς κορυφὴν τ. [νοῦσον] Aret.SD1.16, cf. Phld.Lib.p.31 O.:—Pass., to be brought to perfection, Longin.14.3. II pay toll or custom, X.Vect.3.5. III to be a τελεσφόφος (111.2), GDI4837 (Cyrene), in form -φορέντες, cf. Africa Italiana 2.130, 153 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 1086] 1) bis zu Ende austragen, von Schwangern; übh. zur Reise, Vollendung bringen, Sp. – 2) Abgaben bezahlen, Xen. Vect. 3, 5; dah. auch eintragen, nützen, Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 mener à terme, faire parvenir à maturité;
2 payer un impôt, une contribution.
Étymologie: τελεσφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσφορέω: φέρω καρπὸν εἰς πλήρη ὡριμότητα, καρποφορῶ τελείως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 14. - Παθ., τελεσφορουμένων καρπῶν Διόδ. 2. 36. 2) ἐπὶ ζῴων, τίκτω τέλειον, τελείως ἀνεπτυγμένον τέκνον, Ἀρτεμίδ. 1. 16. 3) καθόλου, ποιῶ τι τέλειον, φέρω εἰς τελειότητα, ἔαρ τ. νοῦσον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 16. - Παθ., φέρομαι εἰς τελειότητα, Λογγῖν. 14. 6. ΙΙ. πληρώνω φόρον ἢ τέλος, Ξεν. Πόροι 3, 5. ΙΙΙ. μυῶ, μυσταγωγῶ, τινὰ Εὐστ. Πονημάτ. 341. 1.

English (Strong)

from a compound of τέλος and φέρω; to be a bearer to completion (maturity), i.e. to ripen fruit (figuratively): bring fruit to perfection.

English (Thayer)

τελεσφόρω; (τελεσφόρος, from τέλος and φέρω); to bring to (perfection or) maturity (namely, καρπούς): Theophrastus, Geoponica, Philo, Diodorus, Josephus, others; (Symm.).)

Greek Monotonic

τελεσφορέω: μέλ. τελεσφορήσω,
I. φέρνω τον καρπό σε πλήρη ωριμότητα, σε Καινή Διαθήκη
II. πληρώνω φόρο ή τέλος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τελεσφορέω:
1) доводить до созревания: (τῶν καρπῶν) μὴ τελεσφορουμένων Diod. если плоды не созрели;
2) созревать, давать плод: οὐ τ. NT быть бесплодным;
3) платить пошлину или налог Xen.

Middle Liddell

τελεσφορέω, fut. -ήσω
I. to bring fruit to perfection, NTest.
II. to pay toll or custom, Xen.

Chinese

原文音譯:teleisforšw 帖累士-賀雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:完成-攜帶
字義溯源:結成熟果實,結出成熟子粒來;由(τέλος)=界限)與(φέρω)*=負擔)組成,而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 結出成熟子粒來(1) 路8:14