τερατωπός

Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

όν, marvellous-looking, τ. ἰδέσθαι h.Pan.36.

German (Pape)

[Seite 1093] mit wunderbarem od. widernatürlichem Gesicht, wunderbar anzusehen, H. h. l 8. 36.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d'un aspect merveilleux ou prodigieux.
Étymologie: τέρας, ὤψ.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτωπός: -όν, ὁ θαυμαστὸς φαινόμενος, τ. ἰδέσθαι Ὁμ. Ὕμν. 18. 36.

Greek Monolingual

-όν, Α
(ποιητ. τ.) τερατώδης όψη, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. χαρ-ωπός].

Greek Monotonic

τερᾰτωπός: -όν (ὤψ), αυτός που δείχνει θαυμάσιος στην όψη, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτωπός: изумительного вида, поразительный: τ. ἰδέσθαι HH странный на вид.

Middle Liddell

τερᾰτ-ωπός, όν [ὤψ]
marvellous-looking, Hhymn.