τροπέω

Revision as of 10:08, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

= τρέπω, turn, ἵπποι ἂψ ὄχεα τρόπεον Il.18.224.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. épq. τρόπεον;
c. τρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

τροπέω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τρέπω, στρέφω, μετατρέπω Ἰλ. Σ. 224.

English (Autenrieth)

(τρέπω): turn about, Il. 18.224†.

Greek Monotonic

τροπέω: ποιητ. τύπος αντί τρέπω, στρέφω, μετατρέπω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τροπέω: эп. (только impf. τρόπεον) = τρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπέω [τρέπω] ep. voor τρέπω doen omkeren.

Middle Liddell

τροπέω, [poetic form for τρέπω
to turn, Il.