φύξιον

Revision as of 11:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. φύξιος.

Greek (Liddell-Scott)

φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.

Greek Monotonic

φύξιον: τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φύξιον: τό φεύγω убежище Plut.

Middle Liddell

φύξιον, ου, τό,
like φύξιμον, a place of refuge, Plut.