χλοητόκος

Revision as of 11:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, producing young shoots, Luc.Trag.45.

German (Pape)

[Seite 1359] junge Keime, grünes Gras, Laub erzeugend, hervorbringend, Luc. Tragodopod. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui engendre une verdure nouvelle.
Étymologie: χλόη, τίκτω.

Greek (Liddell-Scott)

χλοητόκος: -ον, ὁ τίκτων, παράγων νέους βλαστούς, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 45.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βγάζει νέους βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. φυλλοτόκος.

Russian (Dvoretsky)

χλοητόκος: дающий зеленые побеги, зеленеющий (ποία Luc.).