φυλλοτόκος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
φυλλοτόκον, producing leaves, Opp.C.1.116.
German (Pape)
[Seite 1315] Blätter erzeugend, εἶαρ Oppian. Cyn. 1, 116.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλοτόκος: ον ὁ γεννῶν φύλλα, Ὀππ. Κυν. 1. 116.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βγάζει, που εκφύει φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἐλαιο-τόκος, καρπο-τόκος.