φυλλοτόκος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
φυλλοτόκον, producing leaves, Opp.C.1.116.
German (Pape)
[Seite 1315] Blätter erzeugend, εἶαρ Oppian. Cyn. 1, 116.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλοτόκος: ον ὁ γεννῶν φύλλα, Ὀππ. Κυν. 1. 116.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βγάζει, που εκφύει φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἐλαιο-τόκος, καρπο-τόκος.