ἄχρως

Revision as of 14:34, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ων, gen. ω, = ἄχροος, Hp.Epid.7.85, Pl.Chrm.168d, Arist. Metaph.989b9.

Spanish (DGE)

-ων
• Morfología: [gen. -ω]
1 incoloro ἄχρων γὰρ ὄψις οὐδὲν [ἂν] μή ποτε ἴδῃ pues la vista no puede ver nunca nada incoloro Pl.Chrm.168d, οὔτε λευκὸν οὔτε μέλαν ... ἄλλ' ἄχρων ἦν ἐξ ἀνάγκης de la substancia, Arist.Metaph.989b9.
2 pálido, de mal color como síntoma de enfermedad γλῶσσα ἄ. Hp.Epid.7.85.

German (Pape)

[Seite 420] ων, att. für ἄχροος, Plat. Charm. 168 d.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
c. ἄχροος.
Étymologie: , χρόα.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρως: -ων, γεν. -ω, = ἄχροος, Ἱππ. 1233Ε, Πλάτ. Χαρμ. 168D.

Greek Monolingual

ἄχρως, -ων (Α) χρως
άχρωμος.

Greek Monotonic

ἄχρως: -ων, γεν. , άχρωμος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχρως: ων, gen. ω Plat. = ἀχρωμάτιστος.

Middle Liddell

colourless, Plat.