ἄχροος

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχροος Medium diacritics: ἄχροος Low diacritics: άχροος Capitals: ΑΧΡΟΟΣ
Transliteration A: áchroos Transliteration B: achroos Transliteration C: achroos Beta Code: a)/xroos

English (LSJ)

ἄχροον, contr. ἄχρους, ἄχρουν,
A colourless, Arist.de An.418b27, Nic. Th.236, Ocell.2.3, Plot.2.4.12.
II ill-complexioned, pallid, opp. εὔχροος, Hp.Aër.6, VC19, Arist.Pr.966b35, al.: Comp. ἀχρούστερος Hp.Prorrh.2.4, Arist.HA584a14: also ἀχροώτερος Hp.Vict.2.63.
2 ἄχροοι· πυρραὶ ἡμίονοι, Hsch.; also ἄχροον· πονηρόν· Λάκωνες νόθον, Id.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): contr. ἄχρους, ἄχρουν Arist.de An.418b27
I 1incoloro ἔστι δὲ χρώματος μὲν δεκτικὸν τὸ ἄχρουν lo que recibe el color es incoloro Arist.l.c., τὸ σκότος ... ἄχροον καὶ ἄμορφον Ocell.21, ἰχὼρ ... ἄχροος Nic.Th.236, cf. 369, de la materia, Plot.2.4.12, ἄ. αἰδώς un pudor sin sonrojo, AP 9.139.
2 pálido, de mal color medic., como síntoma de enfermedad τὸ ἕλκος ἄχροον γίνεται Hp.VC 19, cf. Aër.6, γλῶσσα ἄ. lengua descolorida Hp.Epid.5.80, σώματα ... ἀχροώτερα Hp.Vid.2.63, ἀχρούστεραι mas pálidas de mujeres, Arist.HA 584a14, op. εὔχρους Hp.Prorrh.2.4, cf. Arist.Pr.966b35, Thphr.HP 6.6.6, τὰ δένδρα ... ἀχρούστερα árboles menos coloreados Thphr.HP 3.11.5
ἄχροοι· πυρραὶ ἡμίονοι Hsch.
II adv. ἀχρόως = sin color οὔρησις καὶ κοιλίη, μητρίως ἀχρόως Hp.Epid.4.23.
• Diccionario Micénico: a-ko-ro-we (?).

German (Pape)

[Seite 420] zsgz. ἄχρους (χρόα), farblos, αἰδώς Claud. 2 (IX, 139); ἀχρούστερος Arist. H. A. 7, 4.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 sans couleur, incolore;
2 décoloré ; de mauvaise couleur;
Cp. ἀχρούστερος ou ἀχροώτερος.
Étymologie: , χρόα.
Ant. εὔχροος.

Russian (Dvoretsky)

ἄχροος: стяж. ἄχρους
1 бесцветный (ὕδωρ Arst.);
2 бледный (ἄ. καὶ καταρροϊκός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄχροος: -ον, ’συνηρ. ἄχρους, ουν, ὁ μὴ ἔχων χρῶμα, Ἱππ. Προρρ. 72 Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 7, 7, Νικ. Θ. 236. ΙΙ. ὀ ἔχων κακὸν χρῶμα, ὠχρός, ἀντίθετον τῷ εὔχροος, Ἱππ. π. Ἀερ. 283, π. Κεφαλ. Τρωμ. 911, Ἀριστ. Πρβλ. 38. 3, κ. ἀλλ.· ― συγκρ. ἀχρούστερος Ἱππ. Προρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7, 4, 3· ὡσαύτως ἀχροώτερος Ἱππ. 363. 47.

Greek Monolingual

-ον και άχρους, -ουν (Α ἄχροος, ἄχρους) χρως
1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος
2. ωχρός, ξεθωριασμένος.

Translations

Armenian: անգույն; Asturian: incoloru; Bulgarian: безцветен; Catalan: incolor; Chinese Cantonese: 無色, 无色; Mandarin: 無色, 无色; Czech: bezbarvý; Dutch: kleurloos; Esperanto: senkolora; Finnish: väritön; French: sans couleur, incolore; Galician: incoloro; German: farblos; Greek: άχρωμος; Ancient Greek: ἀχρώτιστος, ἀχρωμάτιστος, ἄχρως, ἄχροος, ἀχρώματος; Hungarian: színtelen; Icelandic: litlaus; Ido: senkolora; Italian: incolore; Japanese: 無色の; Korean: 무색의; Kurdish Central Kurdish: بێڕەنگ‎; Northern Kurdish: bêreng; Manx: neughaaoil; Maori: kanokore; Norwegian Bokmål: fargeløs; Nynorsk: fargelaus; Persian: بی‌رنگ‎; Polish: bezbarwny; Portuguese: incolor; Romanian: incolor, fără culoare; Russian: бесцветный; Slovak: bezfarebný; Spanish: incoloro; Swedish: färglös; Telugu: రంగులేని; Turkish: renksiz; Ukrainian: безбарвний, безколірний