ἐκλευκαίνω

Revision as of 14:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῥόθια δ' ἐκλευκαίνετε A dash the white spray off the oar, E.IT1387. II Pass., become quite white, Thphr.CP5.9.9, Thd. Da.12.10.

Spanish (DGE)

1 tr. emblanquecer las aguas del mar con los remos ῥόθια δ' ἐκλευκαίνετε E.IT 1387
fig. aclarar, poner en claro τοῦ λόγου τὴν ὑπόθεσιν Ath.Al.M.28.969D, en v. pas., Cyr.Al. en Thdt.Ep.Sirm.112 (p.54.1).
2 intr., en v. med.-pas. ponerse blanquecino τὰ δένδρα por exceso de humedad, Thphr.CP 5.9.9, c. dat. de causa τὸ ἐνστόμιον ὑγρὸν τῷ πνεύματι Clem.Al.Paed.1.6.40
fig., relig. blanquearse, purificarse LXX Da.12.10θ, Thd.11.35.

German (Pape)

[Seite 767] ganz weiß machen, Sp. – Pass., ganz weiß, bleich werden, Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

faire blanchir ; Pass. devenir tout à fait blanc.
Étymologie: ἐκ, λευκαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλευκαίνω: λάβεσθε κώπης ῥόθιά τ’ ἐκλευκαίνετε, πιάστε τὰ κουπιὰ καὶ κάμετε τὰ κύματα νὰ ἀσπρίσουν, Εὐρ. Ι. Τ. 1387· (τὸ χωρίον τοῦτο πολλὰ πράγματα παρέσχε τοῖς κριτικοῖς· ἡ παλαιὰ γραφὴ ἦτο: λάβεσθε κώπαις ῥόθιά τε λευκαίνετε, ἣν κατὰ διαφόρους τρόπους διώρθωσαν. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ). ΙΙ. Παθ., γίνομαι κατάλευκος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.

Greek Monolingual

(AM ἐκλευκαίνω)
1. κάνω κατάλευκο κάτι
2. διευκρινίζω, διασαφηνίζω.

Greek Monotonic

ἐκλευκαίνω: κάνω κάτι κάτασπρο, ολόλευκο, λευκαίνω, ξασπρίζω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλευκαίνω: делать совсем белым, т. е. вспенивать (ῥόθια Eur.).

Middle Liddell

to make quite white, Eur.