ἐκλευκαίνω

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλευκαίνω Medium diacritics: ἐκλευκαίνω Low diacritics: εκλευκαίνω Capitals: ΕΚΛΕΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: ekleukaínō Transliteration B: ekleukainō Transliteration C: eklefkaino Beta Code: e)kleukai/nw

English (LSJ)

ῥόθια δ' ἐκλευκαίνετε
A dash the white spray off the oar, E.IT1387.
II Pass., become quite white, Thphr. CP 5.9.9, Thd. Da.12.10.

Spanish (DGE)

1 tr. emblanquecer las aguas del mar con los remos ῥόθια δ' ἐκλευκαίνετε E.IT 1387
fig. aclarar, poner en claro τοῦ λόγου τὴν ὑπόθεσιν Ath.Al.M.28.969D, en v. pas., Cyr.Al. en Thdt.Ep.Sirm.112 (p.54.1).
2 intr., en v. med.-pas. ponerse blanquecino τὰ δένδρα por exceso de humedad, Thphr.CP 5.9.9, c. dat. de causa τὸ ἐνστόμιον ὑγρὸν τῷ πνεύματι Clem.Al.Paed.1.6.40
fig., relig. blanquearse, purificarse LXX Da.12.10θ, Thd.11.35.

German (Pape)

[Seite 767] ganz weiß machen, Sp. – Pass., ganz weiß, bleich werden, Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

faire blanchir ; Pass. devenir tout à fait blanc.
Étymologie: ἐκ, λευκαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλευκαίνω: делать совсем белым, т. е. вспенивать (ῥόθια Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλευκαίνω: λάβεσθε κώπης ῥόθιά τ’ ἐκλευκαίνετε, πιάστε τὰ κουπιὰ καὶ κάμετε τὰ κύματα νὰ ἀσπρίσουν, Εὐρ. Ι. Τ. 1387· (τὸ χωρίον τοῦτο πολλὰ πράγματα παρέσχε τοῖς κριτικοῖς· ἡ παλαιὰ γραφὴ ἦτο: λάβεσθε κώπαις ῥόθιά τε λευκαίνετε, ἣν κατὰ διαφόρους τρόπους διώρθωσαν. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ). ΙΙ. Παθ., γίνομαι κατάλευκος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.

Greek Monolingual

(AM ἐκλευκαίνω)
1. κάνω κατάλευκο κάτι
2. διευκρινίζω, διασαφηνίζω.

Greek Monotonic

ἐκλευκαίνω: κάνω κάτι κάτασπρο, ολόλευκο, λευκαίνω, ξασπρίζω, σε Ευρ.

Middle Liddell

to make quite white, Eur.