adj.
P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης, V. δύσχιμος, ἔμφοβος, σμερδνός. Ugly: P. and V. αἰσχρός, δυσειδής (Plat. and Soph., Frag.), V. δύσμορφος, δυσθέατος; see ugly.