frowning
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. σκυθρωπός. V. συνωφρυωμένος, στυγνός. Met., of hills, etc.: P. ἀπότομος (Plat.), ἀπόκρημνος, κρημνώδης, V. αἰπύνωτος, ὑψηλόκρημνος, ὀκρίς, αἰπύς, αἰπεινός.
adj.
P. and V. σκυθρωπός. V. συνωφρυωμένος, στυγνός. Met., of hills, etc.: P. ἀπότομος (Plat.), ἀπόκρημνος, κρημνώδης, V. αἰπύνωτος, ὑψηλόκρημνος, ὀκρίς, αἰπύς, αἰπεινός.