ἐξαποτίνω

Revision as of 15:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ῑ], satisfy in full, Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 saldar una deuda, compensar por completo οὕτω κεν τῆς μητρὸς ἐρινύας ἐξαποτίνοις Il.21.412.
2 sufrir un castigo δεσμοῖς ... πεφυλαγμένοι ἐξαποτῖσαι encadenados para sufrir castigo, Orac.Sib.1.102, cf. 180.

German (Pape)

[Seite 871] ganz abbüßen, τῆς μητρὸς ἐρινύας Il. 21, 412.

French (Bailly abrégé)

donner entière satisfaction à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποτίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποτίνω: ἱκανοποιῶ ἐντελῶς, καταπραΰνω, οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις Ἰλ. Φ. 412.

English (Autenrieth)

pay off, satisfy in full, Il. 21.412†.

Greek Monolingual

ἐξαποτίνω (Α)
ικανοποιώ πλήρως, καταπραΰνω, κατευνάζω («οὕτω κεν τῆς μητρὸς Ἐρινύας ἐξαποτίνοις», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-τίνω «πληρώνω, δίνω ικανοποίηση»].

Greek Monotonic

ἐξαποτίνω: [ῑ], ικανοποιώ εντελώς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποτίνω: (ῑ) полностью искупать (ἐρινύας τινός Hom.).

Middle Liddell

to satisfy in full, Il.