ἐπισύλληψις

Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, second conception, Placit.5.10.3, Orib.22.7.2.

German (Pape)

[Seite 986] ἡ, die spätere, zweite Empfängniß, Schwangerwerden, Plut. plac. phil. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de concevoir durant une grossesse, superfétation.
Étymologie: ἐπισυλλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισύλληψις: -εως, ἡ, δευτέρα σύλληψις, Λατ. superfoetatio, Πλούτ. 2. 906C, D.

Greek Monolingual

ἐπισύλληψις, ἡ (Α)
η σύλληψη νέου εμβρύου από γυναίκα που είναι ήδη έγκυος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισύλληψις: εως ἡ эписиллепс, суперфетация, вторичное зачатие (после зачатия и до рождения первого плода) Arst., Plut.