ἔνυπνος

Revision as of 17:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, = ἐνύπνιος, φάντασμα Trag.Adesp.375 (anap.); ὄψις (prob. for ἐνύπνιον) E.Hec.703 Herm.

Spanish (DGE)

-ον
que aparece en los sueños φάντασμα Trag.Adesp.375
de pers. en sueños, dormido ἔ. ἔτι ὢν ἀπήντησεν Arr.Epict.3.22.92.

German (Pape)

[Seite 860] = ἐνύπνιος, φάντασμα poet. bei Plut. de supsrst. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poét. c. ἐνύπνιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνυπνος: -ον, = ἐνύπνιος, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 166Α· ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401. καὶ Ἕρμανν. εἰς Ἑκάβ. 704.

Greek Monolingual

ἔνυπνος, -ον (Α)
ενύπνιος, αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», Ευρ.).

Russian (Dvoretsky)

ἔνυπνος: Aesch., Plut. = ἐνύπνιος.