ἱππιάναξ

Revision as of 17:33, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ᾰν], ακτος, ὁ, king of horsemen, A.Pers.996 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1259] ακτος, ὁ, Fürst der Reisigen, Aesch. Pers. 958.

French (Bailly abrégé)

άνακτος (ὁ) :
commandant de la cavalerie.
Étymologie: ἵππιος, ἄναξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππιάναξ: ᾰ, ανακτος, ὁ, ἄναξ, ἡγεμὼν τῶν ἱππέων, Διαϊξίν τ’ ἠδ’ Ἀρσάκην ἱππιάνακτας Αἰσχύλ. Πέρσ. 997.

Greek Monolingual

ἱππιάναξ, -ακτος, ὁ (Α)
αρχηγός τών ιππέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + ἄναξ.

Greek Monotonic

ἱππιάναξ: [ᾰ], -ακτος, ὁ, αρχηγός ιππικού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππιάναξ: ακτος ὁ начальник конницы Aesch.

Middle Liddell

ἱππι-ᾰ́ναξ, ακτος, ὁ,
king of horsemen, Aesch.