ὀξύγοος
English (LSJ)
ον, shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
accompagné de gémissements aigus, perçants.
Étymologie: ὀξύς, γόος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.
Greek Monolingual
ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό-γοος].
Greek Monotonic
ὀξύγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με οξεία, τσιριχτή φωνή, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύγοος: (ῠ) сопровождаемый воплями, громко стонущий (λιταί Aesch.).