ὀξυκάρδιος

Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, = ὀξύθυμος, A.Th.907 (lyr.), Ar.V.430.

German (Pape)

[Seite 352] = ὀξύθυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de caractère vif, irascible, emporté.
Étymologie: ὀξύς, καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠκάρδιος: -ον, = ὀξύθυμος, Αἰσχύλ. Θήβ. 907, Ἀριστοφ. Σφ. 430.

Greek Monolingual

ὀξυκάρδιος, -ον (Α)
ευερέθιστος, οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + καρδία].

Greek Monotonic

ὀξῠκάρδιος: -ον (καρδία), = ὀξύθυμος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠκάρδιος: раздражительный, вспыльчивый Aesch., Arph.

Middle Liddell

ὀξῠ-κάρδιος, ον, καρδία = ὀξύθυμος, Aesch., Ar.]