ὁμέψιος

Revision as of 17:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (ἑψία) playing together, playmate, Νύμφαισιν AP9.826, cf. Nonn.D.10.193,al.

German (Pape)

[Seite 330] zusammenspielend, Gespiele; Nonn. D. 10, 193; τινί, Plat. ep. 15 (IX, 826).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de table ; p. ext. compagnon de jeux, de plaisirs.
Étymologie: ὁμός, ἑψία.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμέψιος: -ον, (ἑψία) ὁ ὁμοῦ παίζων, συμπαίκτωρ, Ἀνθ. Π. 9. 826.

Greek Monolingual

ὁμέψιος, -ον (Α)
αυτός που παίζει μαζί με άλλον, συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -έψιος (< ἑψία «παιχνίδι»), πρβλ. φιλ-έψιος].

Greek Monotonic

ὁμέψιος: -ον (ἑψία), σύντροφος στο παιχνίδι, συμπαίκτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμέψιος: ὁ и ἡ сотрапезник, т. е. спутник, сотоварищ (ταῖς Νύμφαισιν Anth.).

Middle Liddell

ὁμ-έψιος, ον, ἑψία
playing together, a playmate, Anth.