ὁμέψιος
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
ὁμέψιον, (ἑψία) playing together, playmate, Νύμφαισιν AP9.826, cf. Nonn. D. 10.193,al.
German (Pape)
[Seite 330] zusammenspielend, Gespiele; Nonn. D. 10, 193; τινί, Plat. ep. 15 (IX, 826).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de table ; p. ext. compagnon de jeux, de plaisirs.
Étymologie: ὁμός, ἑψία.
Russian (Dvoretsky)
ὁμέψιος: ὁ и ἡ сотрапезник, т. е. спутник, сотоварищ (ταῖς Νύμφαισιν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμέψιος: -ον, (ἑψία) ὁ ὁμοῦ παίζων, συμπαίκτωρ, Ἀνθ. Π. 9. 826.
Greek Monolingual
ὁμέψιος, -ον (Α)
αυτός που παίζει μαζί με άλλον, συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -έψιος (< ἑψία «παιχνίδι»), πρβλ. φιλέψιος].
Greek Monotonic
ὁμέψιος: -ον (ἑψία), σύντροφος στο παιχνίδι, συμπαίκτης, σε Ανθ.