ὁμέψιος

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμέψιος Medium diacritics: ὁμέψιος Low diacritics: ομέψιος Capitals: ΟΜΕΨΙΟΣ
Transliteration A: homépsios Transliteration B: homepsios Transliteration C: omepsios Beta Code: o(me/yios

English (LSJ)

ὁμέψιον, (ἑψία) playing together, playmate, Νύμφαισιν AP9.826, cf. Nonn. D. 10.193,al.

German (Pape)

[Seite 330] zusammenspielend, Gespiele; Nonn. D. 10, 193; τινί, Plat. ep. 15 (IX, 826).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de table ; p. ext. compagnon de jeux, de plaisirs.
Étymologie: ὁμός, ἑψία.

Russian (Dvoretsky)

ὁμέψιος: ὁ и ἡ сотрапезник, т. е. спутник, сотоварищ (ταῖς Νύμφαισιν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμέψιος: -ον, (ἑψία) ὁ ὁμοῦ παίζων, συμπαίκτωρ, Ἀνθ. Π. 9. 826.

Greek Monolingual

ὁμέψιος, -ον (Α)
αυτός που παίζει μαζί με άλλον, συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -έψιος (< ἑψία «παιχνίδι»), πρβλ. φιλέψιος].

Greek Monotonic

ὁμέψιος: -ον (ἑψία), σύντροφος στο παιχνίδι, συμπαίκτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὁμ-έψιος, ον, ἑψία
playing together, a playmate, Anth.