ὑληκοίτης
English (LSJ)
[ῡ], ου, ὁ, one who lodges in the wood, Hes.Op.529.
German (Pape)
[Seite 1177] ὁ, der Waldlagerer, Waldbewohner, Hes. O. 531.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ὑληκοίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν λόχμαις κοιταζόμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κατοικεί στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ἀνεμο-κοίτης].
Greek Monotonic
ὑληκοίτης: -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑληκοίτης: ου (ῡ) ὁ обитатель леса Hes.
Middle Liddell
ὑλη-κοίτης, ου, ὁ,
one who lodges in the wood, Hes.