ὑπερεχθαίρω

Revision as of 18:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

hate exceedingly, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑ. S.Ant.128 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1195] übermäßig, sehr hassen, τινά, Soph. Ant. 129.

French (Bailly abrégé)

haïr avec passion.
Étymologie: ὑπέρ, ἐχθαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεχθαίρω: ἐχθαίρω, μισῶ ὑπερβαλλόντως, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 128.

Greek Monolingual

Α
μισώ πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐχθαίρω «εχθρεύομαι, μισώ»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερεχθαίρω: глубоко ненавидеть (τι Soph.).

Middle Liddell

to hate exceedingly, Soph.