ἐχθαίρω
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
Dor. 3pl. -οντι Theoc.24.29: impf. ἤχθαιρον E.Supp. 879: aor. 1 ἤχθηρα Il.20.306, A.Pers. 772, etc.; Dor. ἤχθᾱρα Timocr. 1.4:—Med., Ep. aor. 1 ἐχθήρατο in act. sense, Nic.Al.618, cf. ἀπεχθαίρω: —Pass., S.Aj.458: fut. Med. ἐχθαροῦμαι in pass. sense, Id.Ant.93: (ἔχθος):—hate, detest, ἵν' ἐχθήρειε γέροντα Il.9.452, cf. Od.4.692; ὄφρα σε Λιμὸς ἐχθαίρῃ, φιλέῃ δέ.. Δημήτηρ Hes.Op.300 (cf. Cratin.317); Θεμιστοκλῆ' ἤχθαρε Λατώ Timocr.l.c., cf. Ion Trag. 44, parodied by Ar.Ra.1425: c. acc. cogn., ἔχθος ἐχθήρας μέγα S. Ph.59: with acc. pers. added, οὐδ' αὖ τοσοῦτον ἔχθος ἐχθαίρω σε I do not bear thee so great hatred, Id.El.1034:—Pass., to be hateful, θεοῖσι A.Supp.754, cf. S.Aj.458: abs., A.Ch.241: fut. Med., ἐχθαρῇ μὲν ἐξ ἐμοῦ S.Ant.93:—Med. in act. sense, Nic.Al.618.—Poet. word, used by Hippocrates Ep.17, Arist.EN1126b24, 1180a22, and late Prose, Parth. 36.2, Str.17.2.3, Ph.2.543,555 (c. inf., ἅ τις παθεῖν ἐχθαίρει (v.l. ἐχθραίνῃ) Id. ap. Eus.PE8.7), Plu.Rom.17, D.C.37.38, etc. (ἐχθραίνω is f.l. in E.Med.555, etc.)
German (Pape)
[Seite 1124] (ἔχθος), hassen, anfeinden; ἵν' ἐχθήρειε γέροντα Il. 9, 452; Gegensatz von φιλέω, Od. 4, 692; Hes. O. 298; Soph. El. 1355 u. A.; πάντας ἐχθαίρω θεούς Aesch. Prom. 997; εἴ σοί τε καὶ θεοῖ. σιν ἐχθαιροίατο Suppl. 735; οὐδ' αὖ τοσοῦτον ἔχθος ἐχθαίρω σ' ἐγώ, mit solchem Hasse, Soph. El. 1023; ἔχθος ἐχθήρας μέγα, Haß hegen, Phil. 59; ἐχθαίρομαι θεοῖς, ich bin den Göttern verhaßt, werde von den Göttern mit Haß verfolgt, Ai. 453; ἐχθαρεῖ μὲν ἐξ ἐμοῦ, du wirst von mir gehaßt werden, Ant. 93; πόλιν Eur. Suppl. 903; Ar. Ran. 1325, aus Ion. In Prosa erst seit Arist. Eth. Nic. 9, 10; κακίαν Plut. Rom. 17. – Nic. Al. 539 hat auch das med. in alt. Bdtg, Δίκτυννα ἐχθήρατο κλῶνας. – Adj. verb. ἐχθαρτέος, Soph. Ai. 664.
French (Bailly abrégé)
f. ἐχθαρῶ, ao. ἤχθηρα, pf. inus., f. Moy. ἐχθαροῦμαι;
haïr, détester, acc. : ἔχθος ἐχθαίρειν μέγα SOPH éprouver une grande haine ; ἔχθος ἐχθαίρειν τινά SOPH éprouver de la haine pour qqn ; Pass. être haï, se faire haïr.
Étymologie: ἔχθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθαίρω: (fut. ἐχθᾰρῶ, aor. ἤχθηρα - дор. ἤχθᾱρα) ненавидеть (ἄλλον κ᾽ ἐ. βροτῶν, ἄλλον κε φιλεῖν Hom.; πάντας θεούς Aesch.; τοὺς ἐναντιουμένους τινί Arst.; τὴν κακίαν Plut.): ἔχθος ἐχθήρας μέγα Soph. возненавидев (ахейцев) страшной ненавистью; pass. быть ненавидимым, быть предметом ненависти (τινι Aesch.): εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρεῖ (v.l. ἐχθαρῇ) ἐξ ἐμοῦ Soph. если ты будешь это говорить, я возненавижу тебя.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθαίρω: Δωρ. γ’ πληθ. ἐχθαίροντι, Θεόκρ. 24. 29· παρατ. ἤχθαιρον Εὐρ. Ἱκ. 879: ἀόρ. α΄ ἤχθηρα Ἰλ. Υ. 306, Αἰσχύλ., κτλ.: Δωρ. ἤχθᾱρα, Τιμοκρέων ἐν Πλουτ. Θεμιστ. 21: ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. ἐχθήρατο, ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Νικ. Ἀλεξιφ. 539, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 13. 255: ― Παθ., Σοφ. Αἴ. 458· Μέσ. μέλλ. μετὰ Παθ. σημασίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 93· (ἔχθος). Μισῶ, ἀποστρέφομαι, ἵν’ ἐχθήρειε γέροντα Ἰλ. Ι. 452, πρβλ. Ὀδ. Δ. 692, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 298, καὶ Τραγ.· ὡς παρῳδία τῶν «Φρουρῶν» τοῦ Ἴωνος ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1425· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἔχθος ἐχθήρας μέγα Σοφ. Φιλ. 59· προσλαμβανομένης καὶ αἰτ. προσ., οὐδ’ αὖ τοσοῦτον ἔχθος ἐχθαίρω σε, δὲν τρέφω τοσοῦτον μῖσος ἐναντίον σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἡλ. 1034: ― Παθ., μισοῦμαι, εἶμαι μισητός, τινι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 754, Χο. 241, Σοφ., κλ.· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. μέλλ., ἐχθαρεῖ μὲν ἐμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 93: ― Μέσ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Νικ. Ἀλεξιφ. 539. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἐν Ἐπιστ. 1285. 21, Ἀριστ. ἐν Ἠθ. Ν. 4. 6, 5., 10. 9, 12, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, οἷον τῷ Φίλωνι (ὅστις συντάσσει αὐτὸ μετ’ ἀπαρ., ἃ τις παθεῖν ἐχθαίρει 2. 629) Πλουτ., Δίων: Κ. κλ. ― Παρὰ Τραγ., ἐχθαίρω, - αρτέος, εἶναι οἱ μόνοι δόκιμοι τύποι, ἂν καὶ οἱ μεταγεν. τύποι ἐχθραίνω, -αντέος εἰσέφρησαν εἰς τὰ Ἀντίγραφα, Πόρσ. ἐν Εὐρ. Ὁρ. 292, Μηδ. 555.
English (Autenrieth)
(ἔχθος), aor. ἤχθηρα: hate, opp φιλεῖν, Od. 4.692.
Greek Monolingual
(Α ἐχθαίρω)
εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ.
β. «ἵν' ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. παθ. εχθαίρομαι
είμαι μισητός, μισούμαι
(α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῖς ἐχθαίρομαι», Σοφ.
«ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῦ», Σοφ.)
2. (για πράγματα, καταστάσεις κ.λπ.) αποστρέφομαι («οὕς γε καὶ τὸν ἥλιον φασιν ἐχθαίρειν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εχθαίρω προϋποθέτει πιθ. έναν πρώιμο αρχ. τ. ουδ. έχθαρ «μίσος» < έχθος].
Greek Monotonic
ἐχθαίρω: Δωρ. γʹ πληθ. -οντι· παρατ. ἤχθαιρον· αόρ. αʹ ἤχθηρα, Δωρ. ἤχθᾱρα (ἔχθος)· μισώ, απεχθάνομαι, αποστρέφομαι, εχθρεύομαι, σε Όμηρ., Τραγ.· με σύστ. αιτ., ἔχθος ἐχθήρας μέγα, μισώ με δυνατό μίσος, σε Σοφ. — Παθ., μισούμαι, είμαι μισητός, απεχθής, σε Τραγ.· ομοίως και, Μέσ. μέλ., ἐχθαρεῖ μὲν ἐξ ἐμοῦ, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἔχθος
to hate, detest, Hom., Trag.; c. acc. cogn., ἔχθος ἐχθήρας μέγα hating with great hatred, Soph.:—Pass. to be hated, hateful, Trag.; so in fut. mid., ἐχθαρεῖ μὲν ἐξ ἐμοῦ Soph.