διαστηρίζω
English (LSJ)
A make firm, strengthen, AP6.203 (Laco or Phil.):— Pass., prop oneself up, secure one's footing, Hp.Ep.17. II fix firmly, Nonn.D.2.659, 36.369.
Spanish (DGE)
1 fortalecer ἀμφίχωλον ... σκέλος ... διεστήριζεν Αἰτναίη λιβάς AP 6.203 (Laco o Phil.)
•part. διεστηριχώς firme, sólido τῶν δὲ ἡνωμένων ... τὰ δὲ παχέα τε καὶ διεστηριχότα Anon.Lond.21.50.
2 sujetar firmemente, fijar (ὁλκάδα) δεσμῷ ... διεστήριξε θαλάσσῃ Nonn.D.36.369, cf. 2.659
•en v. med. μόγις οὖν διαστηριζόμενος διῆλθον apenas si podía andar con paso seguro Hp.Ep.17.3.
German (Pape)
[Seite 604] (s. στηρίζω), fest stützen, Hippocr. u. sp. D., wie Phil. 9 (VI, 203).
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στηρίζω verstevigen.
Russian (Dvoretsky)
διαστηρίζω: делать твердым, укреплять, подпирать (ἀμφίχωλον σκέλος Anth.).
Greek Monolingual
διαστηρίζω (Α)
1. κάνω σταθερό κάτι, δυναμώνω
2. μέσ. στηρίζομαι, πατάω σταθερά
3. στερεώνω, προσηλώνω.
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
διαστηρίζω: στερεῶ, ἐνισχύω, Ἀνθ. Π. 6, 203. - Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἔχω τὰ βήματα ἀσφαλῆ, Ἱππ. Ἐπ. 1280.
Middle Liddell
fut. ξω
to make firm, Anth.