κατακληρόω

Revision as of 20:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

= κατακληρουχέω (receive as one's portion, divide among, portion out, assign as a portion) 2, DS. 13.2 codd., PSI 4.344 (iii BC) ; — Med., receive as one's portion, Plu. Pomp. 41 ; draw the lot, LXX 1Ki. 14.42 ; but also ὃν ἂν κατακληρώσηται κύριος, ἀποθανέτω ibid.

German (Pape)

[Seite 1353] durchs Loos vertheilen oder erhalten, Σικελίαν D. Sic. 13, 2. – Med. sich durchs Loos zutheilen lassen, erlangen, Plut. Pomp. 41.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer ou attribuer par la voie du sort;
Moy. κατακληρόομαι, κατακληροῦμαι;
1 obtenir comme part, se faire attribuer, acc.;
2 tirer ou désigner par la voie du sort.
Étymologie: κατά, κληρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κληρόω med. toegewezen krijgen.

Russian (Dvoretsky)

κατακληρόω:
1) разделять по жребию (Σικελίαν Diod.);
2) med. получать по жребию (τὰ πάντα πράγματα Plut.).

Greek Monotonic

κατακληρόω: μέλ. -ώσω, διανέμω σε μερίδια, σε μερίδες — Μέσ., λαμβάνω το μερίδιό μου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακληρόω: διανέμω, ὡς τὸ προηγούμ., Διόδ. 13. 2. ―Μέσ., λαμβάνω τὸ μερίδιόν μου, Πλουτ. Πομπ. 41· λαμβάνω κλῆρον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΔ΄, 42).

Middle Liddell

fut. ώσω
to portion out:—Mid. to receive as one's portion, Plut.