κρυφηδόν

Revision as of 21:03, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

Adv., = κρυφῇ (secretly, in secret), opp. ἀμφαδόν, Od. 14.330, cf. QS. 14.60.

German (Pape)

[Seite 1516] = Vorigem, Ggstz von ἀμ φαδόν, Od. 14, 330. 19, 299 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

adv.
en cachette, en secret.
Étymologie: κρύπτω, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυφηδόν [κρύπτω] adv., in het geheim.

Russian (Dvoretsky)

κρῠφηδόν: adv. Hom. = κρυφῇ.

English (Autenrieth)

secretly, Od. 14.330 and Od. 19.299.

Greek Monolingual

κρυφηδόν (AM, Α και κρυφανδόν)
επίρρ. κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφά + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, (πρβλ. βουστροφηδόν, λυσσηδόν)].

Greek Monotonic

κρῠφηδόν: επίρρ. = το προηγ., αντίθ. προς το ἀμφαδόν, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῠφηδόν: Ἐπίρρ. = τῷ προηγ., ἀντίθετ. τῷ ἀμφαδόν, Ὀδ. Ξ. 330., Τ. 299· παρ᾿ Ἡσύχ., κρῠφανδὸν (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. κρυφάνδων), σχηματισθὲν ὡς τὸ ἀναφανδόν.

Middle Liddell

= κρῠφῆ, opp. to ἀμφαδόν, Od.]