πανουργέω

Revision as of 21:04, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

pf. A πεπανούργηκα Ar.Pl.368:—play the knave, E.Med. 583, Ar.Ach.658, Antipho 5.65: c. acc. cogn., ἃ πανουργεῖς Ar.Eq.803, cf. Pl.368, 876; ὅσια πανουργήσασα = having dared a righteous crime, S. Ant.74; πανουργίας π. περί τι D.35.56. II Pass., to be adulterated, Gal.6.269 (v. foreg.).

German (Pape)

[Seite 461] ein πανοῦργος sein, listig od. bübisch handeln, ein Bubenstück ausführen; absolut, Antiph. 5, 65; Eur. Med. 583; Ar. Ach. 658; τί, Plut. 368. 876, wie ὅσια πανουργήσασα Soph. Ant. 74 (Schol. μετὰ πανουργίας ἐργασαμένη); πανουργεῖν πανουργίας περί τι, Dem. 35, 56 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

πανουργῶ :
pf. πεπανούργηκα;
être fourbe, méchant : τι SOPH tramer ou commettre qqe méchanceté.
Étymologie: πανοῦργος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανουργέω πανοῦργος met acc. v. h. inw. obj. begaan, plegen:. ὅσια πανουργήσασα door een heilige misdaad te begaan Soph. Ant. 74. abs. zich als een schurk gedragen:. κακῶς... παθεῖν οὐδὲ εἷς ἐπιθυμῶν πανουργεῖ helemaal niemand gedraagt zich als een schurk omdat hij er slechter van wil worden Gorg. B 11a.18; τολμᾷ πανουργεῖν hij deinst niet terug voor schurkenstreken Eur. Med. 583.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνουργέω: (тж. πανουργίας π. Dem.) поступать коварно или злодейски Plut.: ἃ πεπανούργηκας Arph. то, что ты натворил (дурного); ὅσια π. Soph. пойти на преступление ради священного долга.

Greek Monotonic

πᾰνουργέω: μέλ. -ήσω, παρακ. πεπανούργηκα· φέρομαι ως πανούργος ή απατεώνας, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἃ πανουργεῖς, οι απατεωνιές που κάνεις, σε Αριστοφ.· ὅσια πανουργήσασα (οξύμωρο), έχω διαπράξει ένα ιερό έγκλημα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνουργέω: πρκμ. πεπανούργηκα Ἀριστοφ. Πλ. 368· - εἶμαι πανοῦργος, φέρομαι ὡς πανοῦργοςἀπατεών, Εὐρ. Μήδ. 583, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 658, Ἀντιφῶν 137. 8· μετ’ ἀντωνυμίας ἢ οὐδετέρου ἐπιθέτου, ἃ πανουργεῖς «Ἀριστοφ. Ἱππ. 803, πρβλ. Πλ. 368, 867· ὅσια πανουργήσασα, ὀξύμωρον, ἀποτολμήσασα δίκαιον ἔγκλημα, Σοφ. Ἀντ. 74· πανουργίας π. περί τι Δημ. 943. 1.

Middle Liddell

πᾰνουργέω,
to play the knave or villain, Eur., Ar.; ἃ πανουργεῖς the rogueries you are playing, Ar.; ὅσια πανουργήσασα, an oxymoron, having dared a righteous crime, Soph.