πύλωμα
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, gateway, in plural, A.Th.408,799, E.Hipp.808, Ph.1113, etc.
German (Pape)
[Seite 817] τό, Verschluß durch Thore, Thor, Aesch. Spt. 390. 781, im plur., wie Eur. Phoen. 1120 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
porte.
Étymologie: πυλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύλωμα -ατος, τό [πυλόω] poort, ook plur.
Russian (Dvoretsky)
πύλωμα: ατος (ῠ) τό ворота Aesch., Eur.
Greek Monolingual
το, ΝΑ
νεοελλ.
στον πληθ. τα πυλώματα
ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν
αρχ.
η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)].
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
πύλωμα: [ῠ], τό, πύλη, ὁ κατὰ τὴν πύλην τόπος, εἴσοδος. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ.
Middle Liddell
πῠ́λωμα, ατος, τό, [from πῠλόω]
a gate, gateway, Aesch., Eur.