καταφυλαδόν
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφυλαδόν [κατά, φυλή] adv., per stam.
Russian (Dvoretsky)
καταφῡλᾰδόν: adv. по филам, филами Hom.
Greek (Liddell-Scott)
καταφῡλᾰδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φῦλα ἢ φυλάς, κατὰ ἔθνη, Ἰλ. Β. 668· φάλαγγας ἀνδρῶν ἐρχομένων κ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 644.
Greek Monolingual
καταφυλαδόν (Α)
επίρρ. κατά φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυλαδόν «κατά φυλές»].
Greek Monotonic
καταφῡλᾰδόν: (φῦλον), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
φῦλον
in tribes, by clans, Il.