καταφυλαδόν

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφῡλᾰδόν Medium diacritics: καταφυλαδόν Low diacritics: καταφυλαδόν Capitals: ΚΑΤΑΦΥΛΑΔΟΝ
Transliteration A: kataphyladón Transliteration B: kataphyladon Transliteration C: katafyladon Beta Code: katafulado/n

English (LSJ)

Adv. in tribes, by clans, Il.2.668, Opp.H.3.644.

French (Bailly abrégé)

adv.
par tribus.
Étymologie: κατά, φυλή, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφυλαδόν [κατά, φυλή] adv., per stam.

German (Pape)

[ῡ], stammweis, nach Stämmen; Il. 2.668; Opp. Hal. 3.644.

Russian (Dvoretsky)

καταφῡλᾰδόν: adv. по филам, филами Hom.

Greek (Liddell-Scott)

καταφῡλᾰδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φῦλα ἢ φυλάς, κατὰ ἔθνη, Ἰλ. Β. 668· φάλαγγας ἀνδρῶν ἐρχομένων κ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 644.

Greek Monolingual

καταφυλαδόν (Α)
επίρρ. κατά φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυλαδόν «κατά φυλές»].

Greek Monotonic

καταφῡλᾰδόν: (φῦλον), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φῦλον
in tribes, by clans, Il.