πολύπηνος

Revision as of 23:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

ον, thick-woven, close-woven, φάρεα E.El.191 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu épais ; broché (tissu).
Étymologie: πολύς, πήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπηνος -ον [πολύς, πήνη] met dicht weefsel.

Russian (Dvoretsky)

πολύπηνος: плотно сотканный, плотный (φάρεα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύπηνος: -ον, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πυκνός, Εὐρ. Ἠλ. 190.

Greek Monolingual

-ον, Α
πυκνοϋφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πηνος (< πήνη «νήμα, υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος].

Greek Monotonic

πολύπηνος: -ον (πῆμα), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή πλέξη, ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-πηνος, ον, πήνη
thick-woven, close-woven, Eur.