προσυνοικέω
English (LSJ)
cohabit or live as wife with before, τινι Hdt.3.88, Plu.Demetr.14.
German (Pape)
[Seite 785] vorher zusammenwohnen, bes. von der Ehe, mit Einem zusammenleben, τινί, Her. 3, 88.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 habiter auparavant avec, τινι;
2 habiter en outre avec, τινι.
Étymologie: πρό, συνοικέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-συνοικέω eerder getrouwd zijn met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσυνοικέω: атт. προσξυνοικέω
1) селиться вместе или рядом (τινι Thuc.);
2) ранее состоять в браке, быть прежде женою (τινι Her., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσυνοικέω: συνοικῶ ἢ συζῶ ὡς σύζυγος μετά τινος πρότερον, Ἄτοσσα προσυνοικήσασα Καμβύσῃ Ἡρόδ. 3. 88, Πλουτ. Δημήτρ. 14.
Greek Monotonic
Middle Liddell
to cohabit with before, τινί Hdt.