προσυνοικέω

Revision as of 23:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

English (LSJ)

cohabit or live as wife with before, τινι Hdt.3.88, Plu.Demetr.14.

German (Pape)

[Seite 785] vorher zusammenwohnen, bes. von der Ehe, mit Einem zusammenleben, τινί, Her. 3, 88.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 habiter auparavant avec, τινι;
2 habiter en outre avec, τινι.
Étymologie: πρό, συνοικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-συνοικέω eerder getrouwd zijn met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσυνοικέω: атт. προσξυνοικέω
1) селиться вместе или рядом (τινι Thuc.);
2) ранее состоять в браке, быть прежде женою (τινι Her., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσυνοικέω: συνοικῶ ἢ συζῶ ὡς σύζυγος μετά τινος πρότερον, Ἄτοσσα προσυνοικήσασα Καμβύσῃ Ἡρόδ. 3. 88, Πλουτ. Δημήτρ. 14.

Greek Monotonic

προσυνοικέω: συζώ με κάποιον από πριν, τινί, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to cohabit with before, τινί Hdt.