βυρσοτενής

Revision as of 10:54, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

ές, = βυρσότονος, τύμπανα E.Hel.1347 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ές de piel tensa τύπανα E.Hel.1347.

German (Pape)

[Seite 468] ές, mit Leder überspannt, τύμπανα Eur. Hel. 1367.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu de peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, τείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βυρσοτενής -ές en βυρσότονος -ον βύρσα, τείνω met een vel bespannen (van een trommel).

Russian (Dvoretsky)

βυρσοτενής: обтянутый кожей (τύπανα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοτενής: -ές, = βυρσότονος, τύμπανα Εὐρ. Ἑλ. 1347.

Greek Monolingual

βυρσοτενής, -ές (Α)
φρ. «βυρσοτενῆ τύμπανα» — τα τύμπανα που έχουν επάνω τους τεντωμένο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -τενής < τείνω.

Greek Monotonic

βυρσοτενής: -ές και βυρσό-τονος, -ον (τείνω), αυτός που έχει τεντωμένο δέρμα πάνω του, λέγεται για τα τύμπανα, σε Ευρ.

Middle Liddell

τείνω
with skin stretched over it, of a drum, Eur.